Menu

facebook1twitter1

A+ A A-

Η αλήθεια για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης

melinathomasΕγκαινιάζεται σήμερα ένα μεγάλο πολιτιστικό έργο που πρέπει να μας κάνει υπερήφανους όλους τους Έλληνες. Στην πραγματοποίηση αυτού του γιγάντιου έργου συνέβαλαν πολλοί. Η αλήθεια όμως είναι, και πρέπει να λέγεται χωρίς μικρότητες, ότι η Μελίνα ήταν αυτή που, συνέδεσε την ανάγκη της κατασκευής ενός υπέρλαμπρου Μουσείου με την παγκόσμια εκστρατεία της για τον επαναπατρισμό και τη στέγαση τους σ΄ αυτό των γλυπτών του Παρθενώνα.
Αποτελεί δε μικρότητα, να προσπαθούν κάποιοι να μειώσουν την δική της θεμελιώδη συμβολή, προκειμένου να τοποθετηθούν μαζί της στο ίδιο βάθρο ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος ως μεγάλος οραματιστής αυτού του έργου.
Θέλοντας να οικειοποιηθούν και να εκμεταλλευτούν πολιτικά αυτό το λαμπρό έργο, προσπαθούν να πείσουν, ότι η κατασκευή του Μουσείου ήταν η ιδέα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ολοκλήρωσε ο «κλώνος του» Κωστάκης.
Ο Γιώργος Θωμάς πρώην βουλευτής, πρώην υφυπουργός Παιδείας και πρώην Γενικός Γραμματέας του ΥΠΠΟ μας έδωσε το συνοπτικό ιστορικό για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. “Η ανέγερση ενός Νέου Μουσείου Της Ακρόπολης το οποίο θα φιλοξενούσε το σύνολο των γλυπτών του Παρθενώνα, αυτά που βρισκόντουσαν στα μνημεία στον βράχο,  αλλά και αυτά που είχαν αρπαγεί από τον Έλγιν και βρισκόντουσαν στο Βρετανικό Μουσείο αποτέλεσε τον μεγάλο και οραματικό στόχο της Μελίνας Μερκούρη από την αρχή της ανάληψης του Υπουργείου Πολιτισμού το 1981.
Προσπάθειες για ένα νέο μουσείο της Ακρόπολης είχαν γίνει και επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή,  στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Το 1977 (επί υπουργίας Κ. Τρυπάνη) και το 1979 (επί υπουργίας Δ. Νιάνια) προκηρύχτηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού δύο διαδοχικοί πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί για τη μελέτη ενός νέου μουσείου, όχι με τη διάσταση και τη λογική που το οραματίστηκε αργότερα η Μελίνα, αλλά για ένα  Μουσείο το οποίο θα αντικαθιστούσε το υπάρχον Μουσείο που βρισκόταν πάνω στο βράχο  και θα φιλοξενούσε τα αρχαία της Ακρόπολης. Οι διαγωνισμοί αυτοί απέβησαν άγονοι, αφού κανένας από τους δύο δεν κατέληξε σε απονομή πρώτου βραβείου.
Η κακή έκβαση των δύο διαγωνισμών και η έλλειψη συναίνεσης για τη θέση είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα του μουσείου για αρκετά χρόνια.
Τον Ιούλιο του 1982, η υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη έθεσε για πρώτη φορά επισήμως το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα, στην Παγκόσμια Διάσκεψη των Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό. Ταυτοχρόνως, η Μελίνα Μερκούρη και ο σύζυγός της Ζυλ Ντασσέν, με τις διεθνείς γνωριμίες τους, ευαισθητοποίησαν τη διεθνή κοινότητα και το 1983 ιδρύθηκε η Βρετανική Επιτροπή για την Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, με πρόεδρο τον καθηγητή  Robert Browning.
Τον Οκτώβριο του 1983 η ελληνική Κυβέρνηση υπέβαλε επίσημο αίτημα προς τη βρετανική για την επιστροφή των γλυπτών. Ξεκίνησε τότε μία διπλωματική προσπάθεια που συνεχίζεται απ’ όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα. Το κύριο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου εναντίον της επιστροφής ήταν ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τον κατάλληλο χώρο για να υποδεχθεί τα γλυπτά. Καθώς το παλιό μουσείο της Ακρόπολης ήταν πολύ μικρό, ο ισχυρισμός αυτός οδήγησε τη Μελίνα Μερκούρη να επιδιώξει την απεμπλοκή του θέματος του νέου μουσείου.
Η πρώτη ενέργεια ήταν η επισκευή και αποκατάσταση το 1986-1987 από το Υπουργείο Πολιτισμού του διατηρητέου κτιρίου Weiler, το οποίο είχε πάθει πολλές ζημιές στο σεισμό της Αθήνας του 1979. Το κτίριο ονομάστηκε «Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως» και αποτέλεσε το στρατηγείο της προσπάθειας για το νέο μουσείο.
Το 1988, μετά από εντολή της Μελίνας, το  Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο υπο την προεδρία του τότε Γενικού Γραμματέα Γιώργου Θωμά,  κήρυξε απαλλοτριωτέα όλα τα ιδιωτικά ακίνητα του οικοδομικού τετραγώνου Μακρυγιάννη και η επόμενη ενέργεια ήταν η συγκρότηση μιας διεπιστημονικής  επιτροπής το Νοέμβριο του 1988, με έργο να εισηγηθεί για τη χωροθέτηση του μουσείου και το χαρακτήρα του.

Ακολουθώντας την εισήγηση της Επιτροπής, η Μελίνα  προκήρυξε το  Μάιο του '89 διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ανοιχτό σε όλους τους αρχιτέκτονες του κόσμο, υπό την αιγίδα της Διεθνούς ΄Ενωσης Αρχιτεκτόνων. Προτάθηκαν τρεις χώροι, στο οικόπεδο Μακρυγιάννη, στην περιοχή του Διονύσου και στου Φιλοπάππου.
Στο διαγωνισμό υποβλήθηκαν 438 μελέτες και η διεθνής Κριτική Επιτροπή απένειμε το πρώτο βραβείο στην πρόταση των ιταλών μελετητών Manfredi Nicoletti και Lucio Passarelli, οι οποίοι χωροθετούσαν το μουσείο στο οικόπεδο Μακρυγιάννη. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1990 και ο τότε υπουργός Πολιτισμού Τζ. Τζαννετάκης αποδέχθηκε το αποτέλεσμα. Ωστόσο, το Φεβρουάριο του 1991, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ) ο οποίος από την αρχή είχε αντιταχθεί στο διαγωνισμό, προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας την ακύρωσή του. Παρά την εκκρεμοδικία, υπογράφηκε η σύμβαση με τους μελετητές τον Ιούνιο 1992 επί υπουργίας Αννας Μπενάκη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας όμως αποδέχθηκε την προσφυγή και το φθινόπωρο του 1993 ακύρωσε το διαγωνισμό για μια τεχνική λεπτομέρεια. Ως αποτέλεσμα της ακύρωσης, λύθηκε η σύμβαση με τους μελετητές. 
Το Μάρτιο του 1994 η Μελίνα Μερκούρη απεβίωσε και λίγο αργότερα,  με πρωτοβουλία του Ζυλ Ντασσέν, ιδρύθηκε το κοινωφελές ΄Ιδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Στους στόχους του Ιδρύματος συμπεριλαμβάνονται η ανάληψη και ο συντονισμός πρωτοβουλιών για τον επαναπατρισμό των Μαρμάρων του Παρθενώνα και η προώθηση ενεργειών για τη δημιουργία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Η Μελίνα Μερκούρη έχοντας γνώση του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε φρόντισε να διατυπώσει ξεκάθαρα όχι μόνο την επιθυμία της να γίνει το Μουσείο αλλά  και την αποψή της για την θέση Μακρυγιάννη. Αυτή της την επιθυμία ζήτησε από τον Γενικό της Γραμματέα, τον Γιώργο Θωμά να την κατοχυρώσει, όπως και έγινε, με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, επί υπουργίας Θ. Μικρούτσικου, ψηφίστηκε από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της Βουλής νόμος, με τον οποίο ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης» (ΟΑΝΜΑ) και σκοπό του την ανέγερση του μουσείου. Πρώτος πρόεδρος του ΟΑΝΜΑ τοποθετήθηκε ο νομικός Σωτήρης Μουσούρης, τέως Επίκουρος Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών.
Ο ΟΑΝΜΑ άρχισε να λειτουργεί τον Ιούνιο του 1995. Με ευθύνη του εκπονήθηκε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μελέτη κόστους-οφέλους και εδαφοτεχνική μελέτη. Ο Οργανισμός προώθησε την έκδοση δύο Προεδρικών Διαταγμάτων για τη χωροθέτηση του μουσείου στη θέση Μακρυγιάννη και για τους όρους δόμησης (επί υπουργίας Σ. Μπένου), συντόνισε τις ενέργειες με την Αττικό Μετρό (που κατασκεύαζε το σταθμό «Ακρόπολη» στο οικόπεδο), παρακολούθησε τις προσφυγές των κατοίκων στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον των απαλλοτριώσεων και υποστήριξε από τις αρχές του 1997 την Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στις αρχαιολογικές ανασκαφές στο οικόπεδο. Είχε προηγηθεί η ανασκαφική έρευνα του χώρου τον οποίο καταλάμβανε ο σταθμός του μετρό, από το Μάϊο του 1993 μέχρι το Νοέμβριο του 1996.
Παραλλήλως, για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη αποφάσισε να συνδράμει αναθέτοντας, το Δεκέμβριο του 1996, με δικές του δαπάνες, την εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης προμελέτης στους αρχιτέκτονες που είχαν κερδίσει το πρώτο βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού.
Το οικόπεδο, το οποίο είχε καταληφθεί από εξοπλισμό και υλικά για τις ανάγκες ανέγερσης του σταθμού του μετρό, παραδινόταν σταδιακά στο Υπουργείο Πολιτισμού από την Αττικό Μετρό, ενώ μόλις το 1999 αποδόθηκε στο σύνολό του. Καθώς όμως προχωρούσαν οι ανασκαφές, έγινε αντιληπτό ότι  η σημασία των αρχαίων ήταν τέτοια, ώστε έπρεπε να διατηρηθούν επί τόπου.  Η διαπίστωση αυτή δεν επέτρεπε την εφαρμογή της μελέτης των Ιταλών μελετητών και στο τέλος του 1999, επί υπουργίας Ε. Παπαζώη, αποφασίστηκε να προκηρυχτεί διαγωνισμός για νέα μελέτη που θα διατηρούσε ορατά, επισκέψιμα και στεγασμένα σε επιτόπιο μουσείο τα αρχαία.
Νέο κτιριολογικό πρόγραμμα και προδιαγραφές συντάχθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού για τη νέα μελέτη,  λαμβάνοντας υπόψη όλη την εμπειρία και τα στοιχεία της δουλειάς που είχε προηγηθεί. Ο διαγωνισμός (που ήταν διαφορετικού τύπου από τον προηγούμενο) προκηρύχτηκε το καλοκαίρι του 2000, επί υπουργίας Θ. Πάγκαλου. Την ίδια περίοδο ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στον ΟΑΝΜΑ ο καθηγητής αρχαιολογίας και πρώην βουλευτής Δ. Παντερμαλής.
Στο διαγωνισμό υπέβαλαν προτάσεις 12 συμπράξεις μελετητικών γραφείων και το Σεπτέμβριο του 2001 η διεθνής Επιτροπή Αξιολόγησης πρότεινε να ανατεθούν οι τεχνικές μελέτες  στη σύμπραξη γραφείων με επικεφαλής τους αρχιτέκτονες Bernard Tschumi και Μιχάλη Φωτιάδη. Η σύμβαση με τους μελετητές υπογράφηκε το Δεκέμβριο του 2001, επί υπουργίας Β. Βενιζέλου, και οι οριστικές μελέτες εγκρίθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού τον Ιούλιο του 2003. Προηγουμένως, τον Ιούλιο του 2002, είχε χορηγηθεί από την Πολεοδομία Αθηνών η άδεια για εργασίες εκσκαφών και αντιστηρίξεων θεμελίωσης του μουσείου, οι οποίες ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2003.
Παραλλήλως προς την εκπόνηση των τεχνικών μελετών, συντάχθηκε νέα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία εγκρίθηκε με νόμο το Δεκέμβριο του 2003 και με τον ίδιο νόμο τον Δεκέμβριο του 2003 χορηγήθηκε η οικοδομική άδεια για την κατασκευή του  Μουσείου.
Η συνολική μελέτη του έργου είχε ολοκληρωθεί και εγκριθεί στις 4-7-2003 μετά από ομόφωνη γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ.
Στις 26-6-2002 έγινε η πρώτη δημοπρασία με προϋπολογισμό μελέτης 2.641.000 € πλην Φ.Π.Α. για το έργο «Αντιστηρίξεις και εκσκαφές στο χώρο ανέγερσης του Νέου Μουσείου Ακρόπολης» και ανάδοχος αναδείχθηκε η ΘΕΜΕΛΙΟΔΟΜΗ Α.Ε. Στις 29-8-2002 υπογράφηκε η σύμβαση με τον ΟΑΝΜΑ και το έργο ολοκληρώθηκε στις 30-5-2003. Στις 23-5-2003 έγινε η δεύτερη δημοπρασία με προϋπολογισμό μελέτης 910.000 € πλην Φ.Π.Α. για το έργο «Θεμελίωση τμήματος του Νέου Μουσείου Ακρόπολης» και ανάδοχος αναδείχθηκε η ΘΕΜΕΛΙΟΔΟΜΗ Α.Ε. Στις 1-9-2003 υπογράφηκε η Σύμβαση με τον ΟΑΝΜΑ, το έργο όμως ξεκίνησε μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας (Ν. 3207 αρ. 9/24-12-2003), ολοκληρώθηκε δε το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 2004.
Στις 2-8-2003 έγινε ο τρίτος διαγωνισμός για το υπόλοιπο του έργου «Οικοδομικές και Ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες του Νέου Μουσείου Ακρόπολης» με προϋπολογισμό μελέτης 60.000.000 € πλην Φ.Π.Α.
Το ΥΠΠΟ  παράλληλα είχε φροντίσει να εντάξει το έργο στο  Γ΄ ΚΠΣ  και να δεσμεύσει 80 εκατ. Ευρώ.
Την ίδια περίοδο που συντάσσονταν οι μελέτες, προχώρησαν από το Υπουργείο Πολιτισμού και οι απαλλοτριώσεις στο οικοδομικό τετράγωνο του μουσείου, καθώς και οι πρώτες κατεδαφίσεις των κτισμάτων που είχαν απαλλοτριωθεί.
Τον Φεβρουάριο του 2004 ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της παράβασης του νόμου περί αρχαιοτήτων από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών, μετά από μηνυτήρια αναφορά που είχε υποβληθεί ένα χρόνο πριν  -με αφορμή την άδεια εκσκαφών και θεμελιώσεων- από αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, περιοίκους και τον βουλευτή Π. Τατούλη, για βλάβη στις επιτόπιες αρχαιότητες του οικοπέδου. Η  υπόθεση αυτή αφού ταλαιπώρησε την πολιτική ηγεσία και τα στελέχη του ΥΠΠΟ  τελικά τέθηκε στο αρχείο.
Η κατασκευή του έργου έλαβε τελικώς το πράσινο φως από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο τον Ιούλιο του 2004, μετά την απόρριψη των προσφυγών  περιοίκων και του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS). Μετά τις θετικές για το έργο αποφάσεις των δύο δικαστικών σωμάτων, με βάση τον διαγωνισμό που είχε γίνει στις 2-8-2003 υπεγράφη το Νοέμβριο του 2004, επί υφυπουργίας Π. Τατούλη,  η σύμβαση για την κατασκευή του μουσείου με την τεχνική εταιρεία ΑΛΤΕ ΑΤΕ, η οποία στη συνέχεια υποκαταστάθηκε -λόγω οικονομικών προβλημάτων της- από την εταιρεία ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ. 
Τον Ιούλιο του 2007, επί υπουργίας Γ. Βουλγαράκη, έκλεισε το παλιό μουσείο της Ακρόπολης στον Βράχο, ύστερα από 133 χρόνια λειτουργίας. Τον ίδιο μήνα, αποχαρακτηρίσθηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού τα δύο διατηρητέα κτίρια στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17 και  19, με προοπτική κατεδάφισής τους, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ανεμπόδιστη θέα του Παρθενώνα από όλους τους ορόφους του νέου μουσείου. Η απόφαση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών και η υπόθεση εκκρεμεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, επί υπουργίας Μ. Λιάπη, άρχισε η μεταφορά των αρχαίων από το παλιό μουσείο στο νέο. Ένα χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 2008 ψηφίστηκε από τη Βουλή νόμος, με τον οποίο το νέο μουσείο θα λειτουργούσε ως αυτόνομο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στη ρύθμιση αυτή αντέδρασε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο οποίος έχει δηλώσει ότι θα προσβάλει το νόμο στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το νομικό πρόσωπο δεν έχει τεθεί σε λειτουργία ακόμη.
Τον Φεβρουάριο του 2009, επί υπουργίας Α. Σαμαρά, εγκρίθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Μουσείων η μουσειολογική μελέτη της έκθεσης."



Πολιτικη

Οικονομια

Ελλαδα

Δικαιοσυνη

logo