Τα δικονομικά «τερτίπια» που οδηγούν σε αρνησιδικία
Μετά δύο αναβολές και μια διακοπή, διακόπηκε εκ νέου για τις 29 Μαϊου, η εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πάτρας, της πολύκροτης υπόθεσης των πλαστών συνταγογραφήσεων και εξαπάτησης των ασφαλιστικών ταμείων, που είχε αποκαλυφθεί πριν πέντε χρόνια στην Πάτρα.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτοί είναι ο τ. καθηγητής της Ιατρικής κ. Βασ. Τζιγγούνης, ως διευθυντής τότε της Μαιευτικής – Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, 7 γιατροί και 4 φαρμακοποιοί.
Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων και του καταλόγου των μαρτύρων, το δικαστήριο αποσύρθηκε, προκειμένου, να αποφασίσει επί αιτήματος του κατηγορούμενου καθηγητή, περί αναβολής της δίκης, λόγω αδυναμίας του συνηγόρου του, καθηγητή κ. Ανδρουλάκη να παραστεί. Το δικαστήριο αφού συσκέφθηκε επί μια ώρα και τριάντα λεπτά, ανέβηκε στην έδρα και ανακοίνωσε την διακοπή της δίκης για τις 29 Μαϊου.
Η απόφαση του δικαστηρίου σχολιάσθηκε αρνητικά τόσο από τους εκατό και πλέον μάρτυρες, που στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες, για την χωρίς τέλος ταλαιπωρία τους. Δυσμενώς σχολιάστηκε επίσης και το γεγονός, ότι το δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης, αν και είχε ενημερωθεί, ότι οι κατηγορούμενοι, διέθεταν περισσότερους του ενός συνηγόρους υπεράσπισης, οι οποίοι μάλιστα απείχαν σκοπίμως της αιθούσης και είναι βέβαιο, ότι θα έκαναν την εμφάνισή τους, αν το δικαστήριο απέρριπτε το αίτημα του κατηγορούμενου.
Οι δίκες γίνονται όταν το θελήσουν οι δικηγόροι
Λένε, και αυτό πραγματικά συμβαίνει, ότι μια δίκη διεξάγεται μόνο τότε που θα θελήσουν οι δικηγόροι. Αποτελεί κώδικα τιμής μεταξύ αντιδίκων δικηγόρων, να συναινούν στην αναβολή μιας δίκης, ακόμη και παρά τη θέληση του πελάτη τους.
Ο συνήθης λόγος αναβολής ή διακοπής μιας δίκης, τον οποίο επικαλούνται κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος, πέρα από τους λόγους υγείας, είναι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης τους. Είναι μια πάγια πρακτική που εφαρμόζουν οι συνήγοροι υπεράσπισης, όταν οι πελάτες τους διαθέτουν χονδρό πορτοφόλι προσδοκώντας μια ευνοϊκότερη σύνθεση, την παραγραφή αδικημάτων πλημμεληματικού χαρακτήρα, ή ακόμη και την άμβλυνση, λόγω χρονικής απόστασης, των εντυπώσεων από τις πράξεις τους και του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης.
Δυστυχώς πολλές δικαστικές συνθέσεις, αποδέχονται με μεγάλη ευκολία το αίτημα της αναβολής ή της διακοπής ακόμη και όταν γνωρίζουν, ότι ο κατηγορούμενος (σύνηθες για κακουργηματικές πράξεις) έχει προσλάβει περισσότερους του ενός συνηγόρους υπεράσπισης, πράγμα που εύλογα δημιουργεί υπόνοιες, ότι μπορεί και οι δικαστές να είναι «μιλημένοι».
Το δικαστήριο έχει υποχρέωση και οφείλει να προστατεύει τα δικαιώματα όλων των κατηγορούμενων. Δεν πρέπει όμως να διευκολύνει την αρνησιδικία των επώνυμων και των ισχυρών.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση αυτοί είναι ο τ. καθηγητής της Ιατρικής κ. Βασ. Τζιγγούνης, ως διευθυντής τότε της Μαιευτικής – Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, 7 γιατροί και 4 φαρμακοποιοί.
Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγορουμένων και του καταλόγου των μαρτύρων, το δικαστήριο αποσύρθηκε, προκειμένου, να αποφασίσει επί αιτήματος του κατηγορούμενου καθηγητή, περί αναβολής της δίκης, λόγω αδυναμίας του συνηγόρου του, καθηγητή κ. Ανδρουλάκη να παραστεί. Το δικαστήριο αφού συσκέφθηκε επί μια ώρα και τριάντα λεπτά, ανέβηκε στην έδρα και ανακοίνωσε την διακοπή της δίκης για τις 29 Μαϊου.
Η απόφαση του δικαστηρίου σχολιάσθηκε αρνητικά τόσο από τους εκατό και πλέον μάρτυρες, που στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες, για την χωρίς τέλος ταλαιπωρία τους. Δυσμενώς σχολιάστηκε επίσης και το γεγονός, ότι το δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης, αν και είχε ενημερωθεί, ότι οι κατηγορούμενοι, διέθεταν περισσότερους του ενός συνηγόρους υπεράσπισης, οι οποίοι μάλιστα απείχαν σκοπίμως της αιθούσης και είναι βέβαιο, ότι θα έκαναν την εμφάνισή τους, αν το δικαστήριο απέρριπτε το αίτημα του κατηγορούμενου.
Οι δίκες γίνονται όταν το θελήσουν οι δικηγόροι
Λένε, και αυτό πραγματικά συμβαίνει, ότι μια δίκη διεξάγεται μόνο τότε που θα θελήσουν οι δικηγόροι. Αποτελεί κώδικα τιμής μεταξύ αντιδίκων δικηγόρων, να συναινούν στην αναβολή μιας δίκης, ακόμη και παρά τη θέληση του πελάτη τους.
Ο συνήθης λόγος αναβολής ή διακοπής μιας δίκης, τον οποίο επικαλούνται κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος, πέρα από τους λόγους υγείας, είναι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης τους. Είναι μια πάγια πρακτική που εφαρμόζουν οι συνήγοροι υπεράσπισης, όταν οι πελάτες τους διαθέτουν χονδρό πορτοφόλι προσδοκώντας μια ευνοϊκότερη σύνθεση, την παραγραφή αδικημάτων πλημμεληματικού χαρακτήρα, ή ακόμη και την άμβλυνση, λόγω χρονικής απόστασης, των εντυπώσεων από τις πράξεις τους και του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης.
Δυστυχώς πολλές δικαστικές συνθέσεις, αποδέχονται με μεγάλη ευκολία το αίτημα της αναβολής ή της διακοπής ακόμη και όταν γνωρίζουν, ότι ο κατηγορούμενος (σύνηθες για κακουργηματικές πράξεις) έχει προσλάβει περισσότερους του ενός συνηγόρους υπεράσπισης, πράγμα που εύλογα δημιουργεί υπόνοιες, ότι μπορεί και οι δικαστές να είναι «μιλημένοι».
Το δικαστήριο έχει υποχρέωση και οφείλει να προστατεύει τα δικαιώματα όλων των κατηγορούμενων. Δεν πρέπει όμως να διευκολύνει την αρνησιδικία των επώνυμων και των ισχυρών.