Menu

facebook1twitter1

A+ A A-

«Αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης»

Ομιλία του Αντιπροέδρου  του Αρείου Πάγου ε.τ.  Ιωάννη Παπανικολάου στο Επιστημονικό Συμπόσιο που είχε διοργανώσει στις 6/12/2012 το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά, με θέμα:
Ο Εκσυγχρονισμός της  Δικαιοσύνης,


papanikolaou6Κυρίες και Κύριοι.
Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές του Συμποσίου και ιδίως τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιώς καθηγητή κ. Γεώργιο Οικονόμου και τον καθηγητή του ιδίου Πανεπιστημίου κ. Παναγιώτη Κανελλόπουλο, για την τιμή που μου έκαναν να με προσκαλέσουν να συμμετάσχω ως εισηγητής στο παρόν επίκαιρο Επιστημονικό Συμπόσιο για τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης.
Θα προσπαθήσω να σας εκθέσω λακωνικά τις προτάσεις μου σχετικά με τις αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Οι θέσεις μου εδράζονται στα όσα βίωσα και έμαθα ως δικαστής από το 1968 έως και το 2010 στον πολύπαθο χώρο της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Μιας Δικαιοσύνης που σήμερα δοκιμάζεται σοβαρά από τη λαίλαπα που την πλήττει, με ευθύνη πολλών και βεβαίως δικαστικών λειτουργών, εμφανίζουσα εικόνα αποσύνθεσης και διάλυσης. Μάλιστα, εσχάτως, πολλοί δικαστικοί λειτουργοί, πανικόβλητοι προ της φρικτής κρίσης, που έπληξε και αυτούς αδόκητα και σκληρά, εγκατέλειψαν τα μετερίζια, τις έδρες των δικαστηρίων, εξετράπησαν σε κατάδηλα αντισυνταγματικές απεργίες, πλήττουσες κατ’ουσίαν την κοινωνία και το κράτος δικαίου και απρακτούν μισθοδοτούμενοι. Οι κατά παράβαση των άρθρων 23 παρ. 2 εδ. β’ του Σ. και 40 παρ. 1 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. άκαμπτες απεργιακές κινητοποιήσεις δικαστικών λειτουργών εμφανίζουν, δυστυχώς, αυτούς ως παραβάτες του όρκου τους και προσβάλλουν βαριά το κύρος των ιδίων, αλλά και το κύρος της Δικαιοσύνης.

Εισερχόμενος στο κυρίως θέμα θα προτάξω την 14/1998 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και τις διαπιστώσεις που οδήγησαν σ’αυτή.
Η χρόνια σοβαρή εξάρτηση της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία σε ουσιώδη λειτουργικά της ζητήματα καταλύει στην πράξη τον διακηρυσσόμενο στο Σύνταγμα αυτοδιοίκητο χαρακτήρα της Δικαιοσύνης και προκαλεί βαθύ ρήγμα στην ανεξαρτησία της. Η εξάρτηση αυτή με τη μορφή μιας πολύπλευρης ρυθμιστικής επεμβατικής δραστηριότητας χρησιμοποιείται, κατά παράδοση, για την κηδεμόνευση της Δικαιοσύνης, πλήττει δε την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα και την ανεξαρτησία της, κυρίως σε υποθέσεις με πολιτικές προεκτάσεις ή ενδιαφέρον, όπου, όμως, κατά κανόνα τα διακυβευόμενα συμφέροντα ενδέχεται να είναι λίαν σημαντικά.
Σαφώς, λοιπόν, η εν λόγω εξάρτηση παρακωλύει τη Δικαιοσύνη να ενηλικιωθεί, να ωριμάσει, να νοικοκυρευτεί και να αποδώσει. Όλα τα λοιπά  αίτια για την υστέρηση της Δικαιοσύνης (ανεπάρκεια υποδομών, ελλείψεις προσωπικού, προβλήματα σχετικά με τη μόρφωση, την επιμέλεια, τις διαδικασίες κ.λ.π) είναι υπαρκτά αλλά παρεπόμενα.
Πρωτίστως, όμως, η εξάρτηση αυτή οφείλεται στο ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 90 παρ. 5) το Υπουργικό Συμβούλιο προτείνει – επιλέγει αναιτιολόγητα και απρόσβλητα, ολόκληρη τη δικαστική ηγεσία (30 περίπου ανώτατους δικαστικούς αξιωματούχους στα 3 ανώτατα δικαστήρια της Χώρας). Συνάμα η εκτελεστική εξουσία υπολογίζει και στις προσδοκίες και φιλοδοξίες των πολλαπλασίων υποψηφίων με όσα αυτό συνεπάγεται.

Διαχρονικά έχει κατ’επανάληψη διαπιστωθεί τεκμηριωμένα, ιδίως από επαΐοντες, ότι ο τρόπος και τα κριτήρια επιλογής της δικαστικής ηγεσίας από την επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης κυβέρνηση έχουν ταλαιπωρήσει συχνάκις την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και έχουν δημιουργήσει αμφιβολίες, κατά τον χειρισμό ορισμένων υποθέσεων από τη Δικαιοσύνη, κατά πόσον είναι αμερόληπτη και αποτελεσματική. Επίσης, έχουν συντελέσει σε επισημανθέντα φαινόμενα έκδηλης ενδοτικότητας της δικαστικής εξουσίας απέναντι στην κατ’ουσίαν υπερέχουσα κατά το Σύνταγμα εκτελεστική εξουσία. Είναι πλέον από μακρού χρόνου κοινώς διαπιστωμένο, ότι η εκτελεστική εξουσία συνηθίζει να αναζητά μεταξύ των υποψηφίων για θέσεις της δικαστικής ηγεσίας εκείνους που θεωρεί αρεστούς σ’αυτή, με τα δικά της κριτήρια, τα συνήθως χαρακτηριζόμενα ως κομματικά. Έτσι έχει εδραιωθεί στους νεώτερους δικαστικούς λειτουργούς το υπονομευτικό της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους δίδαγμα, ότι αν θέλουν να καταλάβουν θέσεις της φυσικής ηγεσίας της Δικαιοσύνης δεν πρέπει να αγνοήσουν τον παράγοντα συμπάθειας προς το πρόσωπό τους της εκτελεστικής εξουσίας.
Το γεγονός ότι μέσα στο διάβα των χρόνων πάντοτε υπήρξαν φωτεινές περιπτώσεις, κατά τις οποίες άξιοι δικαστικοί λειτουργοί ανήλθαν δίκαια σε κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης, τις οποίες λάμπρυναν με την παρουσία και το έργο τους, δεν αναιρεί την επιτακτική ανάγκη αλλαγής του άρθρου 90 παρ. 5 του Σ., ώστε να αποκοπεί επιτέλους ο ομφάλιος λώρος που συνδέει εδώ και 180, περίπου, χρόνια, από την Βαυαροκρατία μέχρι σήμερα, τις δύο εξουσίες, δικαστική και εκτελεστική.
Τα ανωτέρω συνοπτικώς εκτιθέμενα έλαβε υπόψη της η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και με την 14/1998 απόφασή της πρότεινε την αντικατάσταση του νοθευτικού της διάκρισης των δύο αυτών εξουσίων άρθρου 90 παρ. 5 του Σ., ώστε η επιλογή της φυσικής ηγεσίας του Αρείου Πάγου να μην γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ή άλλο εκλεκτορικό σώμα, αλλά από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με μυστική ψηφοφορία των μελών της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’αυτή.
Συντασσόμενος με τη γνώμη ότι οι Διοικητικές Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας πρέπει να αποφασίζουν για τις προαγωγές στις θέσεις της αντίστοιχης ηγεσίας με μυστική ψηφοφορία των μελών τους, επιφυλάσσομαι, για να μη μακρηγορήσω, να εκθέσω σε εύθετο χρόνο, λεπτομερώς, τις σκέψεις μου, όσον αφορά τη μυστική ψηφοφορία κ.λπ.

Ο Σύλλογος Ελλήνων Δικαστών, με έτος ίδρυσης το 1926, υπήρξε η πρώτη σωματειακή οργάνωση των δικαστών, αμιγώς επιστημονικού χαρακτήρα. Ακολούθησε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, της οποίας το καταστατικό απαγόρευε ρητά πολιτικούς ή συνδικαλιστικούς σκοπούς ή διεκδικήσεις δικαστικών λειτουργών ως εργαζομένων.
Συναφώς, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 19/1962 απόφασή της αποφάνθηκε, ότι όλα τα γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος την Δικαιοσύνη ζητήματα ανήκουν νομίμως στην αρμοδιότητα των Ολομελειών των δικαστηριών εν συμβουλίω, η δε Ένωση δεν πρέπει να επιλαμβάνεται τέτοιων ζητημάτων, αλλά να περιορίζεται στην ανάπτυξη καθαρών επιστημονικών θεμάτων.
Μετά, όμως, το Σύνταγμα του 1975 οι δικαστικές ενώσεις εξελίχθηκαν προοδευτικά σε επαγγελματικά εργασιακά σωματεία και ανέπτυξαν δυναμική συνδικαλιστική δραστηριότητα. Ειδικότερα, ο δικαστικός συνδικαλισμός έχει παραγκωνίσει τις Ολομέλειες των δικαστηρίων, έχει γίνει προνομιακός συζητητής με πολιτικούς και κόμματα, και έχει καταφέρει πλήγματα στο κύρος, στην αξιοπιστία και στην αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, κυρίως με τη χρήση του ως πύλης εισόδου στο δικαστικό  σώμα του κομματισμού και μιας σκληρής συντεχνιακής νοοτροπίας. Τελικά δε μετεξελίχθηκε σε όργανο καθοδήγησης δικαστικών λειτουργών σε κατάδηλα αντισυνταγματικές απεργίες με το υπολανθάνον σύνθημα, αρμόζον σε σκληρή συντεχνία: «Σύνταγμα και νόμος είναι το δίκιο του δικαστή».
Ένας τέτοιος δικαστικός συνδικαλιστικός ακτιβισμός είναι φυσικό ότι ανέπτυξε τη σπουδαρχία και τον αριβισμό, υπαλληλοποίησε τους δικαστικούς λειτουργούς, έγινε δελεαστικός για πολυετή ενασχόληση με αυτόν των ιδίων προσώπων και εφαλτήριο επιδίωξης κατάληψης άλλων αξιωμάτων ή θέσεων.
Επομένως πρέπει να καταργηθεί ως περιττή και εύκολα παρερμηνευόμενη η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 5 του Σ., με την οποία επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, είτε να συμπληρωθεί με την απαγόρευση στις δικαστικές ενώσεις της επιδίωξης πολιτικών ή συνδικαλιστικών σκοπών. Όπως προανέφερα για τα ζητήματα των δικαστικών λειτουργών ως εργαζομένων (μισθολογικά κ.λπ) αποκλειστικά αρμόδιες να τοποθετούνται γνωμοδοτικά είναι οι δημοκρατικά λειτουργούσες Ολομέλειες των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας.

Η Δικαιοσύνη εξήλθε από τη δικτατορία της 21.4.1967 και εισήλθε στη μεταπολίτευση ηθικά τραυματισμένη και με μειωμένο το κύρος και την αξιοπιστία της, όπως ορθά επισημαίνει ο επίτιμος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Δημόπουλος στο βιβλίο του «Ο Άρειος Πάγος – ο θεσμός και τα πρόσωπα».
Τούτο συνέβη, κατά τον ίδιο συγγραφέα, ιδίως γιατί ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί δέχθηκαν και αποτέλεσαν τον κορμό της πρώτης κυβέρνησης της δικτατορίας, ενώ και άλλοι δικαστικοί λειτουργοί διετέλεσαν υπουργοί κατά την επταετή διάρκειά της.
Με αφορμή και τις συμμετοχές δικαστικών λειτουργών σε κυβερνήσεις της δικτατορίας ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, στις 6-12-1976, τόνισε: «Η Δικαιοσύνη επέρασεν από μίαν βαρείαν δοκιμασίαν κατά την διάρκειαν της δικτατορίας. Ήδη, μετά την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας διέρχεται νέαν δοκιμασίαν».
Πράγματι δε η διαπίστωση αυτή του πολιτικού ανδρός που αποκατέστησε τη Δημοκρατία στη Χώρα μας πλήρως επαληθεύτηκε, αφού η δοκιμασία της Ελληνικής Δικαιοσύνης συνεχίστηκε αδιάλειπτα και μετά τη μεταπολίτευση.
Και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, αγνοήθηκε, μέσα στη δίνη των καιρών και στην πτώση των αξιών, ότι για τη Δικαιοσύνη είναι πάντοτε επίκαιρη η γνωστή φράση του Ιούλιου Καίσαρα: «Εγώ ηξίουν την εμή σύζυγον μηδέ υπονοηθήναι». Δηλαδή, η Δικαιοσύνη δεν αρκεί να είναι στην πραγματικότητα, αλλά και να φαίνεται ότι είναι έντιμη, αξιόπιστη, αποτελεσματική και ανεξάρτητη.

Με βάση τα ιστορικά αυτά γεγονότα, την κριτική και τις σκέψεις που τα συνοδεύουν, καθώς και τις εκτιμήσεις για σχετικά νεώτερα γεγονότα, οδηγούμαι στην εδραία πεποίθηση, ότι τα φαινόμενα δικαστικών λειτουργών, ιδίων ανωτάτων, που παραιτούνται, προκειμένου να απολαύσουν πολιτικά ή άλλα αξιώματα, με τα ανάλογα ωφελήματα και συγκεκριμένα για να καθέξουν θέσεις των άλλων δύο εξουσιών, νομοθετικής και εκτελεστικής, ή έμμισθη θέση στη δημόσια διοίκηση, ή επιδιώκουν τούτο αμέσως ή λίγο χρόνο μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, θέτουν σε δοκιμασία, ενίοτε σοβαρή, την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Και τούτο γιατί τα φαινόμενα αυτά, δημοσιοποιούμενα ευρέως μέσω των media, προκαλούν εντός του δικαστικού σώματος, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία, κριτικές απαξιωτικές για την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, καθώς και σοβαρές υπόνοιες, συνοδευόμενες από δυσμενή σχόλια, για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνης από κόμματα, με εκμετάλλευση από αυτά, χάριν εξυπηρέτησης των συμφερόντων τους, των φιλοδοξιών δικαστικών λειτουργών για ανάδειξή τους στην πολιτική ή σε κομματικά αξιώματα ή στη διοίκηση. Συνάμα αυτονόητα τα ίδια φαινόμενα ενέχουν τη δυναμική πρόκλησης σοβαρών υποψιών για προηγούμενες αδιαφανείς, φαιές και ασύμβατες με το δικαστικό ήθος σχέσεις εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών με φορείς της εκτελεστικής εξουσίας ή κομμάτων ή άλλων συμφερόντων, προκειμένου να επιτύχουν την κάθοδό τους στην πολιτική ή να σταδιοδρομήσουν στη δημόσια διοίκηση.
Κοινός τόπος είναι ότι τα παντοειδή, στυγνής ιδιοτέλειας, συμφέροντα δεν χάνουν την ευκαιρία για να μεταβάλλουν φιλόδοξους ή προσοδοθήρες ή κομματιζόμενους δικαστικούς λειτουργούς σε δούρειους ίππους, για να εισχωρήσουν στον ιερό χώρο της Δικαιοσύνης, να τον μολύνουν και να τον αλώσουν.
Προς διασφάλιση και περιφρούρηση της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης επιβάλλεται να τροποποιηθούν τα άρθρα 56 παρ. 1 και 89 παρ. 4 του Σ., όπως  ισχύουν, ώστε να απαγορεύεται να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ή να εκλεγούν βουλευτές ή να γίνουν μέλη κυβέρνησης οι δικαστικοί λειτουργοί όχι μόνον όταν είναι εν ενεργεία, αλλά και επί τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την έξοδό τους από το σώμα, διάστημα κατά το οποίο είναι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης ωσεί εν ενεργεία.
Συναφώς, πρέπει, για τους ίδιους λόγους, τροποποιούμενου του άρθρου 89 παρ. 1 του Σ., να απαγορευθεί στους δικαστικούς λειτουργούς και η επι τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την αποχώρησή τους από το δικαστικό σώμα παροχή οιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας στο Δημόσιο.

Ιδιαίτερα επικίνδυνη για το κύρος, αλλά και για την ηθική ακεραιότητα και την κοινωνική παράσταση των δικαστών είναι η άσκηση από αυτούς διαιτητικών καθηκόντων με αμοιβή σε ιδιωτικές διαφορές. Πράγματι, η διασύνδεση δικαστών με ιδιωτικά συμφέροντα, ενίοτε πανίσχυρα, η δημιουργία σχέσεων με φορείς τέτοιων συμφερόντων σε βάση αμιγώς οικονομική, η προσδοκία νέων διαιτησιών και η ευγνώμων διάθεση έναντι των οιονεί πελατών είναι στοιχεία που συνηγορούν έντονα υπέρ της αποχής εν ενεργεία δικαστών από διαιτητικά έργα. Το ιδιωτικό χρήμα και οι αναγκαίες δοσοληψίες που το συνοδεύουν είναι πιθανό να φθείρουν και να διαφθείρουν δικαστικές συνειδήσεις.
Για τη διαφύλαξη λοιπόν, του κύρους και της ηθικής ακεραιότητας των δικαστών πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 89 παρ. 3 του Σ. και να απαγορευθεί στους δικαστές εν ενεργεία η άσκηση διαιτητικών έργων.
Τέλος, συναφώς, θα πρέπει: 1) Να τροποποιηθούν τα άρθρα 61,62 και 86 του Σ. ώστε η μεν βουλευτική ασυλία να περιορισθεί μόνο στη γνώμη ή ψήφο των βουλευτών κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων, τα δε μέλη της κυβέρνησης, υπουργοί και υφυπουργοί, να υπαχθούν για τυχόν ποινική τους ευθύνη κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στις κοινές ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις. Και 2) Να συσταθεί Συνταγματικό Δικαστήριο.
Πιστεύω ότι οι προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, υλοποιούμενες, θα συμβάλλουν στη θωράκιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ως πραγματικού αντίβαρου στις τυχόν αυθαιρεσίες των δύο άλλων εξουσιών.

Κυρίες και Κύριοι.
Μέσα στη βαθύτατη και πολύπλευρη κρίση που βιώνει η πατρίδα μας, η Δικαιοσύνη, ως θεσμός – πυλώνας της Δημοκρατίας και οχυρό της, διέρχεται τη μεγαλύτερη θεσμική κρίση που γνώρισε ποτέ, βαρύτατα τραυματισμένη από αποδειχθέντα και κολασθέντα κρούσματα πολύμορφης διαφθοράς, από μία εμφανή αναποτελεσματικότητα και μια ανεξέλεγκτη αρνησιδικία, ενώ οι παρατεταμένες απεργίες διαρκείας αυτοακυρούμενων δικαστικών λειτουργών, ως έσχατη βαριά αντισυνταγματική εκτροπή, ενέπεσαν ως λοιμική στο ήδη ταλαίπωρο σώμα της.
Αισθάνομαι άφατη λύπη για την παρακμή της Ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία παρακωλύει σπουδαίως την ανόρθωση της χώρας και την έξοδό της από την κρίση. Παράλληλα εκφράζω την έντονη δυσαρέσκειά μου για τις νοοτροπίες και συμπεριφορές ορισμένων δικαστικών λειτουργών, όπως σχετικά περιστατικά, προσωποποιημένα κατέγραψα με οδύνη σε επίσημα έγγραφα ως μέλος του Αρείου Πάγου από το 2004 έως και το 2010, ιδίως δε στα πλαίσια πειθαρχικών ελέγχων, που διενήργησα τα έτη 2008-2009 ως Προϊστάμενος της Επιθεώρησης των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας.
Επίσης σε έγγραφά μου περιέγραψα τις αιτίες που οδηγούσαν τη Δικαιοσύνη σε βέβαιη κατάρρευση. Αλλά δύσκολα στέργει κάποιος άγγελο κακών επών. Με αποτέλεσμα υπηρεσιακές προτάσεις μου για την αντιμετώπιση της κρίσης να μην εισακουσθούν. Ελπίζω να γίνει τούτο την ύστατη αυτή ώρα μιας συντελεσμένης καταστροφής και κατά την ελπιζόμενη ανοικοδόμηση της Δικαιοσύνης εκ θεμελίων να μελετηθούν οι παρούσες θέσεις μου, ως βιωματικά κατασταλάγματα μιας υπερτεσσαρακονταετούς εμπειρίας  ως δικαστικός λειτουργός.
Χρειαζόμαστε το πείσμα ενός Κάτωνα, να επαναλαμβάνει, επίμονα και εξακολουθητικά, το σωστικό πρόσταγμα: Για να αποκτήσει η πατρίδα μας αξιόπιστη, αποτελεσματική και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη απαιτούνται πρωτίστως ρηξικέλευθες και ριζοσπαστικές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ας ενώσουμε, λοιπόν, όλοι τις δυνάμεις μας για τον υψηλό σκοπό αυτό, με ειλικρίνεια και τόλμη, αναμιμνήσκοντες την επίκαιρη φράση του Θουκυδίδη: «Του δε πολέμου οι καιροί ου μενετοί».




Πολιτικη

Οικονομια

Ελλαδα

Δικαιοσυνη

logo